περίφλεκτος

περίφλεκτος
-ον, Α [περιφλέγω]
αυτός που καίει από παντού («περιφλέκτους ὁρμάς»).
επίρρ...
περιφλέκτως
με φλογερό πάθος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”